- ασκοτείνιαστα
- επίρρ. до наступления темноты, засветло
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασκοτείνιαστος — η, ο I. εκείνος που δεν έχει σκοτεινιάσει ακόμη, που δεν έχει σκεπαστεί απ το σκοτάδι της νύχτας («ασκοτείνιαστος ουρανός») II. επίρρ. φρ. «φτάσαμε ασκοτείνιαστα» φτάσαμε προτού να βραδιάσει … Dictionary of Greek